αποδεδειγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποδεδειγμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποδεδειγμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου ἀποδείκνυμι
Μετοχή[επεξεργασία]
αποδεδειγμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό του ρήματος αποδεικνύω: που έχει αποδειχθεί, επιβεβαιωθεί, τεκμηριωθεί με τα κατάλληλα στοιχεία· που έχει στοιχειοθετηθεί
- ↪ Το θεώρημα δεν είναι αποδεδειγμένο οπότε κόβονται οι μισές μονάδες
- ↪ Η αποδεδειγμένη αλήθεια/αποτελεσματικότητα/αδυναμία πληρωμής
- ↪ Αποδεδειγμένος τύπος (μαθηματικά)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- αποδειγμένος (του αποδείχνω)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποδεδειγμένα
- → δείτε τις λέξεις αποδεικνύω και δείχνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)