αποκοτιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκοτιά | οι | αποκοτιές |
γενική | της | αποκοτιάς | των | αποκοτιών |
αιτιατική | την | αποκοτιά | τις | αποκοτιές |
κλητική | αποκοτιά | αποκοτιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκοτιά < απόκοτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποκοτιά θηλυκό
- η απερισκεψία
- (συνεκδοχικά) απερίσκεπτη, παράτολμη πράξη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκοτιά