αποπαραφίνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποπαραφίνωση | οι | αποπαραφινώσεις |
γενική | της | αποπαραφίνωσης* | των | αποπαραφινώσεων |
αιτιατική | την | αποπαραφίνωση | τις | αποπαραφινώσεις |
κλητική | αποπαραφίνωση | αποπαραφινώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπαραφινώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποπαραφίνωση < απο- + παραφίνωση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποπαραφίνωση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποπαραφίνωση
|