αποσταγματοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποσταγματοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που εργάζεται σε αποσταγματοποιείο, σε αποστακτήριο, ή είναι ιδιοκτήτης του