αποσυσκευασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσυσκευασία < από- + συσκευασία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική unboxing)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποσυσκευασία θηλυκό
- (νεολογισμός) η αφαίρεση (το «άνοιγμα») της συσκευασίας ενός προϊόντος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσυσκευασία
|