αποφλοιωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποφλοιωτής < αποφλοιώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποφλοιωτής αρσενικό
- ειδικός αποχυμωτής ο οποίος έχει τη δυνατότητα να διαχωρίσει τη φλούδα και τα κουκούτσια, σε φρούτα που έχουν σχετικά λεπτή αλλά σκληρή φλούδα, και να παράγει χυμό από το κυρίως φρούτο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποφλοιωτής
|