αποχέρσωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποχέρσωση | οι | αποχερσώσεις |
γενική | της | αποχέρσωσης* | των | αποχερσώσεων |
αιτιατική | την | αποχέρσωση | τις | αποχερσώσεις |
κλητική | αποχέρσωση | αποχερσώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποχερσώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποχέρσωση < αποχερσώνω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποχέρσωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποχερσώνω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποχέρσωση
|