απωθητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | απωθητής | οι | απωθητές |
γενική | του | απωθητή | των | απωθητών |
αιτιατική | τον | απωθητή | τους | απωθητές |
κλητική | απωθητή | απωθητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απωθητής < απωθώ + -ητής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απωθητής αρσενικό