απόσπαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόσπαση | οι | αποσπάσεις |
γενική | της | απόσπασης* | των | αποσπάσεων |
αιτιατική | την | απόσπαση | τις | αποσπάσεις |
κλητική | απόσπαση | αποσπάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσπάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόσπαση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόσπαση θηλυκό
- το ξεκόλλημα, η αφαίρεση ενός αντικειμένου από το όλον
- απόσπαση αρχαιοτήτων για μεταφορά και ανάδειξή τους σε άλλη τοποθεσία
- ο αποχωρισμός
- η προσωρινή μετάθεση κάποιου υπαλλήλου, αξιωματικού ή υπαξιωματικού μακριά από την οργανική του θέση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόσπαση