αραουκάρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αραουκάρια < araucaria • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αραουκάρια θηλυκό
- (φυτό) αειθαλές κωνοφόρο του γένους Araucaria ενδημικό της νότιας Αμερικής και της Αυστραλίας