αργυραμοιβία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αργυραμοιβία < αργυραμοιβός + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αργυραμοιβία θηλυκό
- η (επαγγελματική) ενασχόληση ή δραστηριότητα ενός αργυραμοιβού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αργυραμοιβία
|