αρωματοθεραπεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρωματοθεραπεία οι αρωματοθεραπείες
      γενική της αρωματοθεραπείας των αρωματοθεραπειών
    αιτιατική την αρωματοθεραπεία τις αρωματοθεραπείες
     κλητική αρωματοθεραπεία αρωματοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρωματοθεραπεία < άρωμα + -θεραπεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρωματοθεραπεία θηλυκό

  • μέθοδος εναλλακτικής ιατρικής, στην οποία χρησιμοποιούνται αιθέρια έλαια φυτών

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]