αρύταινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρύταινα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρύταινα, θηλυκό του ἀρυτήρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρύταινα θηλυκό
- (αρχαιολογία) κουτάλα
- (αρχαιολογία, κεραμική) αγγείο για την άντληση υγρού (π.χ. κρασιού) από μεγάλο αποθηκευτικό αγγείο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Κεραμική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)