ασκληπιείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασκληπιείο τα ασκληπιεία
      γενική του ασκληπιείου των ασκληπιείων
    αιτιατική το ασκληπιείο τα ασκληπιεία
     κλητική ασκληπιείο ασκληπιεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασκληπιείο < ασκληπιείον < Ασκληπι(ός) + -είο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασκληπιείο ουδέτερο

  1. (αρχαιολογία) αρχαίος ναός και ιερό τού Ασκληπιού
    το Ασκληπιείον της Επίδαυρου
  2. θεραπευτήριο (σήμερα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]