ασκληπιείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασκληπιείο < ασκληπιείον < Ασκληπι(ός) + -είο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασκληπιείο ουδέτερο
- (αρχαιολογία) αρχαίος ναός και ιερό τού Ασκληπιού
- ↪ το Ασκληπιείον της Επίδαυρου
- θεραπευτήριο (σήμερα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασκληπιείο
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -είο (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Αρχαίοι ναοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αρχαίοι ναοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)