αστεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστεία < αστείος

Επίρρημα[επεξεργασία]

αστεία

  1. με αστείο τρόπο
    περπατούσε κάπως αστεία μετά από δύο ώρες ιππασία
  2. αστειευόμενος, όχι σοβαρά, στ' αστεία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αστεία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αστείος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αστείος