αστεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστεία < αστείος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αστεία
- με αστείο τρόπο
- περπατούσε κάπως αστεία μετά από δύο ώρες ιππασία
- αστειευόμενος, όχι σοβαρά, στ' αστεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστεία
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αστεία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αστείος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αστείος