ασφαλτολίμνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασφαλτολίμνη θηλυκό
- (γεωλογία): λίμνη που σχηματίζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από επιφανειακή άσφαλτο ή πίσσα .
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασφαλτολίμνη
|