ασφαλτολίμνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασφαλτολίμνη οι ασφαλτολίμνες
      γενική της ασφαλτολίμνης των ασφαλτολιμνών
    αιτιατική την ασφαλτολίμνη τις ασφαλτολίμνες
     κλητική ασφαλτολίμνη ασφαλτολίμνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασφαλτολίμνη < άσφαλτος + λίμνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασφαλτολίμνη θηλυκό

  • (γεωλογία): λίμνη που σχηματίζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από επιφανειακή άσφαλτο ή πίσσα .

Μεταφράσεις[επεξεργασία]