ατμάμαξα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ατμάμαξα θηλυκό
- η ατμοκίνητη άμαξα, τα πρώτα αυτοκίνητα πριν την εφεύρεση της μηχανής εσωτερικής καύσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατμάμαξα