αυτοθυσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοθυσία οι αυτοθυσίες
      γενική της αυτοθυσίας των αυτοθυσιών
    αιτιατική την αυτοθυσία τις αυτοθυσίες
     κλητική αυτοθυσία αυτοθυσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοθυσία < αυτός + θυσία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /af.to.θiˈsi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοθυσία θηλυκό

  • η εκούσια θυσία ενός ατόμου προς όφελος άλλου
η αυτοθυσία της μάνας να σώσει το παιδί της από πνιγμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]