αφροέλληνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφροέλληνας (νεολογισμός) < Αφροέλληνας < αφρο- < Αφρο- (Αφρικανός) + Έλληνας κατά το Αφροαμερικανός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφροέλληνας αρσενικό
- (σε επιθετική λειτουργία) Αφροέλληνας, Έλληνας αφρικανικής καταγωγής
- ↪ Ο αφροέλληνας παίκτης δέχτηκε συγχαρητήρια.
- ↪ Η ομάδα αποτελείται από δύο Γάλλος, έναν Αφροέλληνα και δύο Αφροαμερικανούς.
- ※ Ο νεαρός αφροέλληνας θα συνεχίσει να κινδυνεύει μέχρι να βάλει στην τσέπη του την αίτηση ακύρωσης της απέλασης. (* εφημερίδα Καθημερινή)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφροέλληνας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αφρο- από το Αφρικανός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)