αφρομύζηθρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αφρομύζηθρο τα αφρομύζηθρα
      γενική του αφρομύζηθρου των αφρομύζηθρων
    αιτιατική το αφρομύζηθρο τα αφρομύζηθρα
     κλητική αφρομύζηθρο αφρομύζηθρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφρομύζηθρο < αφρός + -ο- + μυζήθρα + -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αφρομύζηθρο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • αφρομύζηθρο -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»