αφρομύζηθρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφρομύζηθρο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) η εκλεκτή μυζήθρα πριν το αλάτισμα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- αφρομούζηθρος (Χίος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφρομύζηθρο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αφρομύζηθρο - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»