αψηφιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Αψηφιά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αψηφιά οι αψηφιές
      γενική της αψηφιάς των αψηφιών
    αιτιατική την αψηφιά τις αψηφιές
     κλητική αψηφιά αψηφιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αψηφιά < → δείτε τη λέξη αψιθιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.psiˈfça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ψη‐φιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αψηφιά θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • αψηφιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)