αἰσχρός
(Ανακατεύθυνση από αἰσχρο-)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | αἰσχρός | ἡ | αἰσχρᾱ́ & αἰσχρός |
τὸ | αἰσχρόν |
γενική | τοῦ | αἰσχροῦ | τῆς | αἰσχρᾶς & αἰσχροῦ |
τοῦ | αἰσχροῦ |
δοτική | τῷ | αἰσχρῷ | τῇ | αἰσχρᾷ & αἰσχρῷ |
τῷ | αἰσχρῷ |
αιτιατική | τὸν | αἰσχρόν | τὴν | αἰσχρᾱ́ν & αἰσχρόν |
τὸ | αἰσχρόν |
κλητική ὦ! | αἰσχρέ | αἰσχρᾱ́ & αἰσχρέ |
αἰσχρόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | αἰσχροί | αἱ | αἰσχραί & αἰσχροί |
τὰ | αἰσχρᾰ́ |
γενική | τῶν | αἰσχρῶν | τῶν | αἰσχρῶν & αἰσχρῶν |
τῶν | αἰσχρῶν |
δοτική | τοῖς | αἰσχροῖς | ταῖς | αἰσχραῖς & αἰσχροῖς |
τοῖς | αἰσχροῖς |
αιτιατική | τοὺς | αἰσχρούς | τὰς | αἰσχρᾱ́ς & αἰσχρούς |
τὰ | αἰσχρᾰ́ |
κλητική ὦ! | αἰσχροί | αἰσχραί & αἰσχροί |
αἰσχρᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰσχρώ | τὼ | αἰσχρᾱ́ & αἰσχρώ |
τὼ | αἰσχρώ |
γεν-δοτ | τοῖν | αἰσχροῖν | τοῖν | αἰσχραῖν & αἰσχροῖν |
τοῖν | αἰσχροῖν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μοχθηρός' όπως «μοχθηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αἰσχρός, -ά, -όν & -ός, -ός, -όν, συγκριτικός :αἰσχίων/αἰσχρότερος, υπερθετικός : αἴσχιστος/αἰσχρότατος
- υβριστικός, κακός
- ↪ τὸ καλὸν καὶ τὸ αἰσχρόν
- που φέρνει ατίμωση, ατιμωτικός, ντροπή, ντροπιαστικός, που φέρνει αισχύνη, επονείδιστος, επαίσχυντος
- ↪ αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ πράγματ᾽ ἐκδιδάσκεται
- άσχημος, παραμορφωμένος
- ↪ αἰσχρῶς χωλός
- ↪ αἰσχρὸν καὶ ἄτεχνον
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συγκριτικός βαθμός: αἰσχίων και μεταγενέστρα αἰσχρότερος
- υπερθετικός βαθμός: αἴσχιστος (& τύπος αἰσχιστότατος) και μεταγενέστρα αἰσχρότατος
θέμα με αἰσχρ-
- αἰσχρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα αἰσχρο- στο Βικιλεξικό
όπως αἰσχροκερδής, αἰσχρόγελως, αἰσχρουργός
και
για θέματα με αἰσχυν- αἰσχυντ- → δείτε τη λέξη αἰσχύνω
→ και δείτε τη λέξη αἶσχος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αισχρός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- αἰσχρός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- αἰσχρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἰσχρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μοχθηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μοχθηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ρός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)