αἰσχυνόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική αἰσχυνόμενος αἰσχυνομένη τὸ αἰσχυνόμενον
      γενική τοῦ αἰσχυνομένου τῆς αἰσχυνομένης τοῦ αἰσχυνομένου
      δοτική τῷ αἰσχυνομέν τῇ αἰσχυνομέν τῷ αἰσχυνομέν
    αιτιατική τὸν αἰσχυνόμενον τὴν αἰσχυνομένην τὸ αἰσχυνόμενον
     κλητική ! αἰσχυνόμενε αἰσχυνομένη αἰσχυνόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ αἰσχυνόμενοι αἱ αἰσχυνόμεναι τὰ αἰσχυνόμεν
      γενική τῶν αἰσχυνομένων τῶν αἰσχυνομένων τῶν αἰσχυνομένων
      δοτική τοῖς αἰσχυνομένοις ταῖς αἰσχυνομέναις τοῖς αἰσχυνομένοις
    αιτιατική τοὺς αἰσχυνομένους τὰς αἰσχυνομένᾱς τὰ αἰσχυνόμεν
     κλητική ! αἰσχυνόμενοι αἰσχυνόμεναι αἰσχυνόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αἰσχυνομένω τὼ αἰσχυνομέν τὼ αἰσχυνομένω
      γεν-δοτ τοῖν αἰσχυνομένοιν τοῖν αἰσχυνομέναιν τοῖν αἰσχυνομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

[επεξεργασία]

αἰσχυνόμενος, -η, -ον

Παράγωγα

[επεξεργασία]