βέδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι βέδες
      γενική
    αιτιατική τις βέδες
     κλητική βέδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βέδες < (άμεσο δάνειο) αγγλική Vedas πληθυντικός αριθμός του Veda < σανσκριτική वेद (veda: γνώση) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd (βλέπω· πβ. αρχαία ελληνική εἶδον)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈve.ðes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βέ‐δες

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βέδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό ή Βέδες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]