βαγγέλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαγγέλιο | τα | βαγγέλια |
γενική | του | βαγγέλιου | των | βαγγέλιων |
αιτιατική | το | βαγγέλιο | τα | βαγγέλια |
κλητική | βαγγέλιο | βαγγέλια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαγγέλιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαγγέλιο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη ευαγγέλιο