βατσινιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βατσινιά | οι | βατσινιές |
γενική | της | βατσινιάς | των | βατσινιών |
αιτιατική | τη | βατσινιά | τις | βατσινιές |
κλητική | βατσινιά | βατσινιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βατσινιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βάτσινον < βάτινον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βατσινιά θηλυκό
- (φυτό) (ιδιωματικό) βάτος, βατομουριά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- αβατσνιά
- βαβατσινιά
- βατσνιά
- βατσουνιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βατσινιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)