βεζιροπούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βεζιροπούλα | οι | βεζιροπούλες |
γενική | της | βεζιροπούλας | — | |
αιτιατική | τη | βεζιροπούλα | τις | βεζιροπούλες |
κλητική | βεζιροπούλα | βεζιροπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βεζιροπούλα θηλυκό, αρσενικό: βεζιρόπουλο
- η κόρη ενός βεζίρη
- φιγούρα του ελληνικού Καραγκιόζη (θέατρο σκιών)
- → δείτε τη λέξη Βεζυροπούλα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- όταν η αναφορά είναι στο πρόσωπο του θεάτρου σκιών, συχνά η λέξη γράφεται με αρχικό κεφαλαίο, Βεζιροπούλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βεζιροπούλα
|