βελονοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
βελονοποιός < βελόν(α) + -ο- + -ποιός (η λέξη αυτή μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικολάου Κοντοπούλου)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βελονοποιός αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βελονοποιός
|