βιβλιαράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βιβλιαράκι | τα | βιβλιαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βιβλιαράκι | τα | βιβλιαράκια |
κλητική | βιβλιαράκι | βιβλιαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιβλιαράκι ουδέτερο
- βιβλίο μικρού σχήματος και/ή με λίγες σελίδες