βιοαιθανόλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιοαιθανόλη θηλυκό
- (χημεία) αιθανόλη (αιθυλική αλκοόλη, C2H5OH) που παράγεται με βιολογικό τρόπο (συνήθως με ειδική καλλιέργεια ενεργειακών φυτών) και χρησιμοποιείται ως καύσιμο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιοαιθανόλη
|