βιολιτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιολιτζής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιολιτζής αρσενικό
- (επάγγελμα, μουσική, λαϊκότροπο) ο βιολιστής
- ※ Βαράτε βιολιτζήδες | βαράτε βιολιτζήδες | οριστική διάλυση | κάνουν οι παλιατζήδες.
- «Βαράτε βιολιτζήδες» (1975), στίχοι: Νίκος Μπακογιάννης, σύνθεση-εκτέλεση: Γιώργος Ζαμπέτας.
- ※ Βαράτε βιολιτζήδες | βαράτε βιολιτζήδες | οριστική διάλυση | κάνουν οι παλιατζήδες.
- (ειδικότερα) μουσικός που παίζει δημοτικά ή άλλα τραγούδια για να διασκεδάσει τον κόσμο σε πανηγύρια ή κέντρα διασκέδασης
- (μειωτικό) μουσικός κακής ποιότητας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- → δείτε και τη λέξη βιολιστής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)