βιοπαλαίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιοπαλαίστρια < βιοπαλαιστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιοπαλαίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη βιοπαλαιστής
- μεροκαματιάρα, γυναίκα αγωνιζόμενη επαγγελματικά για την επιβίωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιοπαλαίστρια
|