βιοπαλαιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιοπαλαιστής < βιο- + παλαιστής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική (αργκό) struggle-for-lifeur < αγγλική (αργκό) struggle-for-lifer)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιοπαλαιστής αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιοπαλαιστής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)