βλαστομύκητας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βλαστομύκητας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική παλιότερη ονομασία ταξινομικού γένους: Blastomyces < αρχαία ελληνική βλαστός + μύκης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλαστομύκητας αρσενικό
- (μυκητολογία, ιατρική) μύκητας που προκαλεί βλαστομυκητίαση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βλαστομύκητας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μυκητολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)