βρακοζώνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρακοζώνα < βρακοζών(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρακοζώνα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη βρακοζώνι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βρακοζώνα
|