βρομόγλωσσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρομόγλωσσα οι βρομόγλωσσες
      γενική της βρομόγλωσσας των βρομογλωσσών
    αιτιατική τη βρομόγλωσσα τις βρομόγλωσσες
     κλητική βρομόγλωσσα βρομόγλωσσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρομόγλωσσα < βρόμα (< αρχαία ελληνική βρομέω / βρομῶ < βρέμω) + -ο- + γλώσσα (< αρχαία ελληνική γλῶσσα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vɾoˈmo.ɣlo.sa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βρομόγλωσσα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]