βρώμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βρῶμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρώμα οι βρώμες
      γενική της βρώμας
    αιτιατική τη βρώμα τις βρώμες
     κλητική βρώμα βρώμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρώμα < → δείτε τη λέξη βρόμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvɾo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρώ‐μα
ομόηχο: βρόμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βρώμα θηλυκό

  • συχνή, σφαλερή γραφή του βρόμα για την ορθογραφία → δείτε τη λέξη βρομώ