γδύσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γδύσιμο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γδύσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του γδύνομαι, το να βγάζει κανείς τα ρούχα του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γδύσιμο