γιαουρτοπόλεμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γιαουρτοπόλεμος < γιαούρτ(ι) + -ο- + -πόλεμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γιαουρτοπόλεμος αρσενικό
- παιχνίδι με πέταμα γιαουρτιών
- έκφραση χρησιμοποιούμενη σε περίπτωση εμφάνισης ισχυρού ανταγωνισμού ή διαπλοκών από εταιρείες παραγωγής ή κατασκευαστές γιαουρτιού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γιαουρτοπόλεμος