γλυκόλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλυκόλη οι γλυκόλες
      γενική της γλυκόλης των γλυκολών
    αιτιατική τη γλυκόλη τις γλυκόλες
     κλητική γλυκόλη γλυκόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλυκόλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική glycol < αρχαία ελληνική γλυκύς + -ol (< alcohol)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλυκόλη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]