γνέμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γνέμα | τα | γνέματα |
γενική | του | γνέματος | των | γνεμάτων |
αιτιατική | το | γνέμα | τα | γνέματα |
κλητική | γνέμα | γνέματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γνέμα < μεσαιωνική ελληνική γνέμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γνέμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γνέμα
|