γουνοβαφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γουνοβαφή θηλυκό
- (παλαιότερα) φυτική ή ορυκτή χρωστική βαφής γουνών
- (νεότερα, από 19ο αιώνα), ειδική χημική ένωση βαφής γουνών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- οι γουνοβαφές, ως και η τεχνική εφαρμογή τους αποτελούν στην πλειονότητά τους επαγγελματικά μυστικά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γουνοβαφή
|