γουνοβαφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γουνοβαφή οι γουνοβαφές
      γενική της γουνοβαφής των γουνοβαφών
    αιτιατική τη γουνοβαφή τις γουνοβαφές
     κλητική γουνοβαφή γουνοβαφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γουνοβαφή < γούνα + βαφή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γουνοβαφή θηλυκό

  1. (παλαιότερα) φυτική ή ορυκτή χρωστική βαφής γουνών
  2. (νεότερα, από 19ο αιώνα), ειδική χημική ένωση βαφής γουνών

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • οι γουνοβαφές, ως και η τεχνική εφαρμογή τους αποτελούν στην πλειονότητά τους επαγγελματικά μυστικά.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]