γουρουνοτόμαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γουρουνοτόμαρο ουδέτερο
- η προβιά του γουρουνιού
- ο ανήθικος, ο βρωμερός
γουρουνοτόμαρο ουδέτερο