γυαλικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γυαλικό | τα | γυαλικά |
γενική | του | γυαλικού | των | γυαλικών |
αιτιατική | το | γυαλικό | τα | γυαλικά |
κλητική | γυαλικό | γυαλικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυαλικό < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυαλικό ουδέτερο και υαλικό