δαμάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δαμάλι | τα | δαμάλια |
γενική | του | δαμαλιού | των | δαμαλιών |
αιτιατική | το | δαμάλι | τα | δαμάλια |
κλητική | δαμάλι | δαμάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δαμάλι < μεσαιωνική ελληνική δαμάλι(ν) < (ελληνιστική κοινή) δαμάλιον < αρχαία ελληνική δάμαλις < δαμάζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *demh₂- (δαμάζω, εξημερώνω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δαμάλι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) μικρό μοσχάρι («2-3 ετών»)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αναδαμαλίζω
- αναδαμαλισμός
- δαμάλα
- δαμαλάς
- δαμαλίδα
- δαμαλίζω
- δαμαλισμός
- δαμαλίτιδα
- → δείτε τη λέξη δαμάζω