δεδομενικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεδομενικότητα < δεδομενικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεδομενικότητα θηλυκό
- η καθημερινότητα, η καθημερινή πραγματικότητα ως δεδομένη και αυτονόητη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεδομενικότητα
|