δεντροχρονολόγηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεντροχρονολόγηση οι δεντροχρονολογήσεις
      γενική της δεντροχρονολόγησης* των δεντροχρονολογήσεων
    αιτιατική τη δεντροχρονολόγηση τις δεντροχρονολογήσεις
     κλητική δεντροχρονολόγηση δεντροχρονολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δεντροχρονολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεντροχρονολόγηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dendrochronology ή γαλλική dendrochronologie < αρχαία ελληνική δένδρον + χρόνος + λέγω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðen.dro.xro.noˈlo.ʝi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐ντρο‐χρο‐νο‐λό‐γη‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δεντροχρονολόγηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]