διαθέρμανση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαθέρμανση | οι | διαθερμάνσεις |
γενική | της | διαθέρμανσης* | των | διαθερμάνσεων |
αιτιατική | τη | διαθέρμανση | τις | διαθερμάνσεις |
κλητική | διαθέρμανση | διαθερμάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαθερμάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαθέρμανση < διαθερμαίνω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαθέρμανση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαθερμαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαθέρμανση
|