διαισθαντικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαισθαντικότητα < διαισθαντικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαισθαντικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του διαισθαντικού
- Γιατί, δεν είναι λίγες οι φορές που το ένστικτό μας, και πάνω από όλα η διαισθαντικότητά μας, μπορούν να μας ωθήσουν στην κατανόηση πολλών και σημαντικών παραμέτρων του κάθε ζητήματος που μας απασχολεί στη ζωή μας. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαισθαντικότητα