διανοητικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διανοητικισμός < διανοητικός + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διανοητικισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η νοησιαρχία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διανοητικισμός
|